-
1 λογος
ὅ (часто pl.)1) слово, речь(ἔργῳ καὴ λόγῳ Aesch.)
λόγον προσφέρειν τινί Her. — обратиться к кому-л.;ὡς εἰπεῖν λόγῳ Her. — так сказать;λόγου ἕνεκα Plat. — (только) к слову, к примеру (не всерьез);(περὴ) οὗ ὅ λ. Plat. — о чем (и) идет речь2) сказанное, упомянутое3) лог. положение, суждение, формулировка(λ. ὁριστικός Arst.)
ἐξελεγκτέος οὗτος ὅ λ. ἡμῖν ἐστιν Plat. — это положение мы должны опровергнуть4) филос. определение(ψυχῆς οὐσία καὴ λ. Plat.)
τὰ πρῶτα στοιχεῖα λόγον οὐκ ἔχει Plat. — первоначала не поддаются определению5) выражение, изречение, поговоркаθεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεως ἐκλείπειν λ. (sc. ἐστίν) Aesch. — говорят, что завоеванный город боги покидают
6) вещее слово, предсказание, прорицаниеδρυὸς λόγοι μαντικοί Plat. — вещие слова дуба, т.е. Додонского оракула;
πρὸς λόγον τοῦ σήματος Aesch. — как предвещает знамение7) решение, постановлениеκοινῷ λόγῳ Her. — единогласно
8) право решать, законодательная властьἐπὴ τῷ πλήθει λ. (sc. ἐστίν) Soph. — власть принадлежит (народным) массам
9) приказание, повеление(πατρός Aesch.)
10) предложение, условиеἐπὴ λόγῳ τοιῷδε τάδε ὑπίσχομαι Her. — я обещаю это со следующим условием11) слово, обещание12) повод, предлог13) довод, доказательство(λόγοις τισὴ πεῖσαί τινα Xen.)
14) упоминаниеλόγου ἄξιον οὐδέν Her. — ничего заслуживающего внимания, т.е. немного, незначительно
15) слава, слух(ἵνα λ. σε ἔχῃ ἀγαθός Her.)
16) весть, известие(λ., ὃς ἐμπέπτωκεν ἐμοί Soph.)
17) разговор, беседаεἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἰέναι или ἀφικέσθαι τινί Her. etc. — вступить в разговор (беседовать) с кем-л.;
τοὺς λόγους ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Plat. — беседовать друг с другом18) переговоры19) рассказ, повествование, предание(Αἰγύπτιοι λόγοι Her.; ἄκουε λόγου, ὃν σὺ ἡγήσει μῦθον Plat.)
20) сказка, басня(οἱ τοῦ Αἰσώπου λόγοι Plat.)
ὅ τοῦ κυνὸς λ. Xen. — басня о собаке21) прозаическое произведение, проза(ἐν λόγῳ καὴ ἐν ᾠδαῖς Xen.)
οἱ λόγοι Anth. — литературные занятия, литература22) раздел сочинения, глава, книга(ἐν τῷ πρόσθεν или ἔμπροσθεν λόγῳ Xen.)
23) право говорить, слово(αἰτεῖσθαι λόγον Thuc.)
λόγου τυγχάνειν Dem.; — получить слово24) ораторское выступление, речьσύγκειται ἐκ τριῶν ὅ λ. Arst. — речь складывается из трех (элементов)
25) предмет обсуждения, вопрос, темаἄλλος λ. Plat. — (это) другой вопрос;ἐὰν πρὸς λόγον τι ᾖ Plat. — если это относится к делу;τοῦ λόγου μετέχειν Her. — быть замешанным в деле;τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Plat. — представлять дурное хорошим26) разумение, разум(τῷ λόγῳ ἕπεσθαι Plat.)
ὅ ὀρθὸς или ἐοικὼς λ. Plat. — здравый ум;ἔχειν λόγον Plat. — соответствовать требованиям разума, быть разумным27) (разумное) основаниеκατὰ τίνα λόγον ; Plat. — на каком основании?
28) мнение, усмотрениеὅ τί μιν ὅ λ. αἱρέει Her. — как ему заблагорассудится;
τῷ ἐκείνων λόγῳ Her. — по их мнению29) предположениеἐπὴ τῷδε τῷ λόγῳ Her. — в расчете на то;
παρὰ λόγον Plat. — против ожидания30) значение, вес(λόγῳ ἐν σμικρῷ εἶναι Plat.)
λόγου οὐδενὸς γενέσθαι πρός τινος Her. — быть в полном презрении у кого-л.;ἐν οὐδενὴ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Her. — ни во что не ставить кого-л.31) (со)отношение, соответствиеἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον Plat. — в том же соотношении;
κατὰ λόγον τινός Her., Xen.; — в соответствии с чем-л.;32) отчет, объяснениеλόγον δοῦναι καὴ δέξασθαι Plat. — давать и получать объяснения33) счет, исчислениеτὸ κατὰ λόγον Men. — по (общему) счету, в итоге
34) число, группа, категорияἐν συμμάχων λόγῳ εἶναι Her. — считаться союзниками;
ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεῖσθαι Her. — держать на положении рабов;ἐς τούτου (sc. τοῦ γήραος) λόγον οὐ πολλοὴ ἀπικνέονται Her. — до такой старости доживают немногие
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek